- ράχιος
- ῥάχιοςῥάχιςthe lower part of the back: fem gen sg (epic doric ionic aeolic )ῥά̱χιος , ῥᾶχοςneut gen sg (doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ῥάχιος — ῥάχις the lower part of the back fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ῥά̱χιος , ῥᾶχος neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραχιοτομία — και ραχεοτομία και ραχιτομία, η, Ν ιατρ. 1. χειρουργική επέμβαση στη σπονδυλική στήλη 2. τομή τής σπονδυλικής στήλης τού εμβρύου για να διευκολυνθεί η εξαγωγή του από τη μήτρα σε περίπτωση σοβαρής δυστοκίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις, ῥάχιος + τομία… … Dictionary of Greek
ραχιοτόμο — και ραχιτόμο και ραχεοτόμο, το, Ν χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη τού σπονδυλικού σωλήνα χωρίς να βλαβεί ο μυελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις, ῥάχιος + τόμον (< τέμνω). Ο λόγιος τ. ραχιοτόμον μαρτυρείται από το 1887 στον Λ.… … Dictionary of Greek